- βυκανητής
- και βυκανιστής, ο (AM βυκανητής και βυκανιστής)ο σαλπιγκτήςνεοελλ.ο μυς που αποτελεί το υπόστρωμα της παρειάς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βυκανητής < βυκανώ, ενώ ο τ. βυκανιστής φαίνεται ως παράγωγο ενός ρ. βυκανίζω «σαλπίζω», το οποίο όμως μαρτυρείται αργότερα].
Dictionary of Greek. 2013.